- μοσκοπόδης
- μοσκοπόδης, -α, -ικο (Μ)βλ. μοσχοπόδης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μοσχοπόδης — και μοσκοπόδης, α, ικο (Μ) αυτός που ευωδιάζουν τα πόδια του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχ(ο) * + πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. αιγο πόδης, γυμνοπόδης)] … Dictionary of Greek